- ἄκατος
- ᾰκᾰτος1 light vessel, boat ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; P. 11.40
ἀλλἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀλλἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἄκατος — light vessel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκατος — Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά,… … Dictionary of Greek
άκατος — η μεγάλη βάρκα εμπορικού ή πολεμικού πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τορπιλ(λ)άκατος — η, Ν (στρ. ναυτ.) μικρό και ταχύτατο πολεμικό σκάφος οπλισμένο με τορπίλες και βαρέα πολυβόλα ή αντιαεροπορικά πυροβόλα μικρού διαμετρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η + άκατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Επιθεώρησις] … Dictionary of Greek
ἀκάτω — ἄκατος light vessel masc/fem nom/voc/acc dual ἄκατος light vessel masc/fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοιο — ἄκατος light vessel masc/fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοις — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοισι — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτοισιν — ἄκατος light vessel masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτου — ἄκατος light vessel masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκάτους — ἄκατος light vessel masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)